ωτοκροταφικός

ωτοκροταφικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αφτί και στον κρόταφο
2. φρ. «ωτοκροταφικό νεύρο»
ανατ. κλάδος τού οπίσθιου στελέχους τού τρίτου κλάδου τού τριδύμου νεύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + κροταφικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”